αχυλιά

αχυλιά
η см. αχιλιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αχυλιά" в других словарях:

  • αχυλία — η (Α ἀχυλία) [άχυλος] νεοελλ. η έλλειψη έκκρισης γαστρικού ή παγκρεατικού υγρού αρχ. στεγνότητα …   Dictionary of Greek

  • ἀχυλίας — ἀχυλίᾱς , ἀχυλία insipidity fem acc pl ἀχυλίᾱς , ἀχυλία insipidity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»